ελλοχεύει

ελλοχεύει
cе  крие

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοχητικός — λοχητικός, ή, όν (Α) [λοχητής] 1. επιτήδειος στο να ελλοχεύει, να ενεδρεύει 2. μτφ. πανούργος, δόλιος, επίβουλος …   Dictionary of Greek

  • υποκαθιστής — ὁ, Μ [ὑποκαθίζω] 1. αυτός που στήνει ενέδρα, που ελλοχεύει 2. μτφ. υπονομευτής …   Dictionary of Greek

  • Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… …   Dictionary of Greek

  • Καμπάς, Νίκος — (Μυτιλήνη 1857 – Αλεξάνδρεια 1932). Ποιητής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, με τον οποίο για ένα διάστημα συγκατοικούσαν. Μετά τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου σταδιοδρόμησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Καρντούτσι, Τζοζουέ — (Giosuè Carducci, Βαλ ντι Καστέλο, Δούκα 1835 – Μπολόνια 1907). Ιταλός ποιητής. Ο πατέρας του, κοινοτικός γιατρός, καρμπονάρος και οπαδός του Ματσίνι, και η μητέρα του ήταν οι πρώτοι του δάσκαλοι. Από το 1849 έως το 1852 ο Κ. σπούδασε στη… …   Dictionary of Greek

  • Κουρτελίν, Ζορζ — (Georges Courteline, Τουρ 1858 – Παρίσι 1929). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Ζορζ Βικτόρ Μαρσέλ Μουανό (Georges Victor Marcel Moinaux). Ήταν γιος του μυθιστοριογράφου και κωμωδιογράφου Ζιλ Μουανό. Από προσωπικές του εμπειρίες άντλησε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”